μυσερός

μυσερός
-ή, -ὁ (ΑΜ μυσερός, -ά, -όν)
βλ. μυσαρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυσερός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσερά — μυσερός neut nom/voc/acc pl μυσερά̱ , μυσερός fem nom/voc/acc dual μυσερά̱ , μυσερός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσερῶν — μυσερός fem gen pl μυσερός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσερόν — μυσερός masc acc sg μυσερός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσεροῦ — μυσερός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσερᾶς — μυσερός fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσερῶς — μυσερός adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσαρός — και μυσερός, ή, ὁ (ΑΜ μυσαρός, ά, όν, Μ και μυσερός, ή, ο) σιχαμερός, απεχθής, βδελυρός («μυσαρός δολοφόνος») μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυσαρός είδος μικρής σαύρας αρχ. 1. ακάθαρτος, μιαρός («αἷμα μητρὸς μυσαρὸν ἐξειργασμένος», Ευρ.) 2. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • μισερός — ή, ό 1. (για πρόσωπα) ανάπηρος, σωματικά ή διανοητικά, σακάτης 2. (για πράγματα) ατελής, κολοβός («μισερή δουλειά») 3. αυτός που προξενεί αναπηρία («ανάμεσα απ τη χώρα τη δαρμένη από το μισερό του ξεπεσμό σε είδανε», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μισός… …   Dictionary of Greek

  • μυσεροκακομούστακος — μυσεροκακομούστακος, ον (Μ) αυτός που έχει βρόμικο και άσχημο μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυσερός + κακομούστακος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”